- κοινοπλοος
- κοινόπλοοςκοινό-πλοοςстяж. κοινόπλους 2плывущий вместе, совместно совершающий морское путешествие
(ὁμιλια ναός Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὁμιλια ναός Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινόπλους — κοινόπλους, ουν και κοινόπλοος, οον (Α) αυτός που συμπλέει, που ταξιδεύει μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πλοῦς (πρβλ. διά πλους, φιλό πλους)] … Dictionary of Greek